- ἐπισείων
- ἐπισείωshake atfut part act masc nom sg (epic)ἐπισείωshake atpres part act masc nom sgἐπισείωνstreamermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισείων — ο (γεν. οντος) (Α ἐπισείων) νεοελλ. ναυτ. στενή και επιμήκης ταινία πάνω στον ιστό πολεμικού πλοίου, ως διακριτικό σημείο τής ιδιότητάς του, κν. φιάμολα, φιλάντρα αρχ. 1. σημαία (βλ. παράσειον) 2. (στην αρχ. κωμωδία) προσωπείο γέροντα με μακριά… … Dictionary of Greek
Pennant (commissioning) — The Jeanne d Arc flying her paying off pennant while returning to harbour. The commissioning pennant (or masthead pennant) is a pennant (also spelt pendant ) flown from the masthead of a warship. The history of flying a commissioning pennant… … Wikipedia
παράσειο — το / παράσειον, ΝΑ νεοελλ. μικρή έγχρωμη σημαία, σχισμένη στα δύο στην άκρη, που χρησιμεύει για διακόσμηση ή για την επικοινωνία με σήματα στον στρατό ή στο ναυτικό και συχνά στολίζει τις λόγχες τών ιππέων ή τις σάλπιγγες αρχ. 1. μακρόστενη… … Dictionary of Greek
ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… … Dictionary of Greek
φιάμολα — η, Ν ναυτ. (κν. ονομ.) ο επισείων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ιταλ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek
φιλάντρα — η, Ν ναυτ. φιαμόλα, επισείων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ιταλ. προέλευσης] … Dictionary of Greek
ἐπισείοντα — ἐπισείω shake at fut part act neut nom/voc/acc pl (epic) ἐπισείω shake at fut part act masc acc sg (epic) ἐπισείω shake at pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπισείω shake at pres part act masc acc sg ἐπισείων streamer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισείοντας — ἐπισείω shake at fut part act masc acc pl (epic) ἐπισείω shake at pres part act masc acc pl ἐπισείων streamer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισείοντες — ἐπισείω shake at fut part act masc nom/voc pl (epic) ἐπισείω shake at pres part act masc nom/voc pl ἐπισείων streamer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισείοντι — ἐπισείω shake at fut part act masc/neut dat sg (epic) ἐπισείω shake at fut ind act 3rd pl (epic doric) ἐπισείω shake at pres part act masc/neut dat sg ἐπισείω shake at pres ind act 3rd pl (doric) ἐπισείων streamer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)